ιχνηθέτηση

ιχνηθέτηση
και ιχνηθεσία, η
χημ. η τεχνική που επιτρέπει τη μελέτη τής σύνθεσης και τής χρονικής εξέλιξης ενός συστήματος με τη βοήθεια ραδιοϊσοτοπικών κυρίως ιχνηθετών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιχνηθέτηση ατόμων — Μέθοδος με την οποία οι βιολόγοι και οι οικολόγοι διεξάγουν μετρήσεις και μελέτες οικολογικού και ηθολογικού ενδιαφέροντος σε άτομα και πληθυσμούς. Η μέθοδος αυτή συνίσταται στη σύλληψη ενός αριθμού ατόμων, στην ιχνηθέτησή τους με κάποιο τρόπο (π …   Dictionary of Greek

  • βιοχημεία — Επιστήμη που μελετά όλα τα στοιχεία και τις ουσίες που συνθέτουν συνολικά τους ζώντες οργανισμούς και διερευνά τα χημικά και φυσικοχημικά φαινόμενα που εκδηλώνονται σε αυτούς, με σκοπό να καθορίσει μια συσχέτιση μεταξύ των φαινομένων αυτών και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”